- πασάρισμα
- το1. μεταβίβαση ενός πράγματος από χέρι σε χέρι και γενικά από πρόσωπο σε πρόσωπο2. (αθλ.) μεταβίβαση τής μπάλας από παίκτη σε παίκτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πασάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασάρισμα — το η δόλια μεταβίβαση, η παράδοση πράγματος σε άλλον: Το πασάρισμα του κάλπικου χαρτονομίσματος έγινε στα γρήγορα και δεν το κατάλαβε ο άλλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)